υποβιβαστικός

υποβιβαστικός
-ή, -όν, Α [υποβιβάζω]
(σχετικά με το πεπτικό σύστημα) καθαρτικός.
επίρρ...
ὑποβιβαστικῶς Μ
γραμμ. με μετακίνηση τού τόνου προς την λήγουσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποβιβαστικόν — ὑποβιβαστικός purgative masc acc sg ὑποβιβαστικός purgative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβιβαστική — ὑποβιβαστικός purgative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβιβαστικῶς — ὑποβιβαστικός purgative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”